στόμα

στόμα
τό
1) рот; уста (поэт. уст. ); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;

έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;

4) отверстие;
вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);

στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;

στόμα λιμένος — вход в порт;

στόμα πόταμου — устье реки;

στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);

5) остриё (ножа);
6) воен. дуло; жерло;

στόμα πυροβόλου — жерло орудия;

7) бот. устьица;

§ αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;

γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;

του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям. , перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;

ανοίγω το στόμα — открывать рот;

решиться говорить;

λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;

δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;

από στόμα σε στόμα — из уст в уста;

τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;

μένω μ' ανοιχτό το στόμα — остаться с открытым ртом (от удивления);

στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;

δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;

έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;

βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;

злословить на чеи-л. счёт;

βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;

μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;
βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;

μ' ενα στόμα — единогласно;

απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;

από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;

τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);

την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;

από στόματος — наизусть;

εν ενί στόματι — единодушно, единогласно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "στόμα" в других словарях:

  • στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»